αἱμορραγής

αἱμορραγής
αἱμορραγής
bleeding violently
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αιμορραγής — αἱμορραγής, ὲς (Α) αυτός που αιμορραγεί, που πάσχει από ακατάσχετη αιμορραγία («ποδὸς αἱμορραγὴς φλὲψ» Σοφ. Φιλ. 825). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + ρραγὴς < ἐρράγην, αόρ. β΄ τού ρ. ῥήγνυμι. ΠΑΡ. αιμορραγία, αιμορραγώ, αρχ. αἱμορραγώδης] …   Dictionary of Greek

  • αἱμορραγέσι — αἱμορραγής bleeding violently masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱμορραγεῖ — αἱμορραγέω have a haemorrhage pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) αἱμορραγέω have a haemorrhage pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) αἱμορραγής bleeding violently masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) αἱμορραγής bleeding… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱμορραγεῖς — αἱμορραγέω have a haemorrhage pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) αἱμορραγής bleeding violently masc/fem acc pl αἱμορραγής bleeding violently masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιμορραγώ — (Α αἱμορραγῶ) [αἱμορραγής] έχω αιμορραγία, πάσχω από αιμορραγία νεοελλ. 1. υποφέρω, είμαι τραυματισμένος ψυχικά 2. «πληγή που αιμορραγεί», ψυχικό τραύμα, πόνος που δεν μπορεί κανείς να απαλύνει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”